- παχυμερής
- -ές, ΝΑυλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμιααρχ.1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος2. σωματικός, υλικός3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση4. μτφ. παχύς5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερέςτο πυκνό μέρος.επίρρ...παχυμερῶς Α1. (κατά τον Ησύχ.) χονδρικώς, με γενικό τρόπο, κατά προσέγγιση, αδρά2. επί τροχάδην, γρήγορα («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτο-μερής].
Dictionary of Greek. 2013.